καλοκτένιστος

καλοκτένιστος
και καλοχτένιστος, -η, -ο
(Μ καλοκτένιστος)
αυτός που έχει περιποιημένη κόμη, καλοχτενισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μαυροτριχαράτος — μαυροτριχαράτος, η, ον (Μ) αυτός που έχει μαύρα μαλλιά («αὐτὸς ὁντὰν ἐμάθανεν, ποτὲ δὲν ἐκτενίσθην καὶ τώρα καλοκτένιστος καὶ μαυροτριχαράτος», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαῦρος + τριχαράτος (< τρίχα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”